- ξύντασις
- σύντασις , σύντασιςtensionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύντασις — και αττ. τ. ξύντασις, άσεως, ἡ, Α [συντείνω] 1. διάταση, τέντωμα («καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ ὀδύνης γίγνεται», Ιπποκρ.) 2. έντονη προσπάθεια («τῇ τῆς ψυχῆς συντάσσει», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek